Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Είμαι ένας άνθρωπος που η ζωή δε μου χαρίστηκε.



Της Μαρίας Χαρίτου.
Είμαι κι εγώ ένας απ αυτούς! Είμαι ένας άνθρωπος που η ζωή δε μου χαρίστηκε. Ένας από εκείνους που από τα έντεκα μόλις χρόνια μου, δούλευα για το μεροκάματο. Είμαι κι εγώ ένας απ αυτούς, που έδινα θάρρος στον εαυτό μου λέγοντας πως θα είμαι νέος όταν πάρω τη σύνταξή μου και θα μπορώ να χαρώ τη ζωή μου με τη γυναίκα μου, να κάνουμε κανένα ταξιδάκι μόνοι, μια και τα παιδιά μας πλέον είναι αποκατεστημένα, και τελικά ένα χρόνο πριν φτάσω στη σύνταξη, έκλεισε η εταιρεία όπου δούλευα τα τελευταία σαράντα χρόνια. Εργοδότης και εργαζόμενος, δυο φίλοι πια, κλαίγαμε μαζί, ο ένας για τον άλλο.
Μόνο εγώ ξέρω το πώς πέρασε αυτός ο χρόνος, μέχρι να νιώσω σίγουρος πως θα πάρω κάποια χρήματα την τάδε του μήνα.
Είμαι ένας πατέρας απ τους πολλούς, που δε μπορώ να βοηθήσω το παιδί μου, ενώ το θεωρώ χρέος μου να το κάνω! Λυγίζω να το βλέπω να κοπιάζει να ζήσει τη δική του οικογένεια, και να μη μπορώ να βοηθήσω όπως θα έπρεπε.
Είμαι ο παππούς που δε μπορεί να προσφέρει ένα δώρο στο εγγονάκι του, γιατί όπως πληρώθηκα τη σύνταξη πρέπει να πληρώσω τους λογαριασμούς και δε θα περισσέψουν. Βλέπεις, εγώ είμαι εντάξει απέναντί τους, πάντα πρώτα πλήρωνα τους λογαριασμούς μου και μετά έτρωγα!
Είμαι εκείνος που ψωνίζω ρούχα και παπούτσια όταν πια φθαρούν τόσο, που δε μπορώ να τα ξανα φορέσω, και βρίζω, γιατί είναι ένα έξτρα έξοδο από τη «ταγμένη αλλού» σύνταξη.
Είμαι ο φίλος, που έκοψα ακόμα και τη μια και μοναδική έξοδο για φαγητό που κάναμε με τις γυναίκες μας εκείνη τη μια φορά το μήνα, γιατί αυτά τα χρήματα είναι το σούπερ μάρκετ της εβδομάδας.
Αυτός είμαι εγώ. Και μέσα στη ντροπή για τους κόπους των σαράντα χρόνων, παρά τη τυπικότητα από μέρους μου και τις κρατήσεις από την εργασία μου, δε ζω αξιοπρεπώς. Δε μπορώ να πω, δεν είμαι αχάριστος, υπάρχουν και άνθρωποι σε πολύ χειρότερη θέση από τη δική μου, και γιαυτό κάθε Κυριακή, μετά από τη λειτουργία, ευχαριστώ το Θεό, που έχω την υγειά μου και έστω και αυτά τα λίγα που έχω, ένα κεραμίδι δηλαδή και μια μικρή σύνταξη.
Προσεύχομαι και βοηθώ πάντα από το υστέρημα μου, συνανθρώπους που έχασαν τα πάντα. Σήμερα, είμαι εξήντα χρονών και αισθάνομαι ντροπή να αντικρίζω ανθρώπους άστεγους, να ψάχνουν φαγητό στα σκουπίδια.
Ζούμε στα χρόνια της απόλυτης ανθρώπινης εξαθλίωσης. Ζούμε σε χρόνια που νομίζω πως όμοιές τους δεν είχαν ζήσει ούτε στον πόλεμο. Αυτό που με φέρνει όμως απόγνωση, είναι που για τη δική μου εξαθλίωση, πρέπει να αισθάνομαι ευγνώμων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου